- ομονοως
- ὁμονόωςὁμο-νόωςединодушно, в согласии Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁμονόως — ὁμόνοος of one mind adverbial ὁμόνοος of one mind masc/fem acc pl (doric) ὁμόνους of one mind masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόνους — ὁμόνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, σύμφωνος. επίρρ... ὁμονόως (Α) σύμφωνα με κάτι, συμφώνως, ομοψύχως, ομοφρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νοῦς, νοός] … Dictionary of Greek